- ἀκοπρώδης
- ἀκοπρ-ώδης, ες,A producing little excrement, of food, Hp.Acut.57 ([comp] Comp.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ακοπρώδης — ἀκοπρώδης ( ους), ες (Α) [ἄκοπρος] αυτός που παράγει λίγα περιττώματα «ἀκοπρωδέστερον τὸ ἐφθὸν μελίκρητον τοῡ ὠμοῡ» (Ιπποκράτης) … Dictionary of Greek
ἀκοπρωδέστερον — ἀκοπρώδης producing little excrement adverbial comp ἀκοπρώδης producing little excrement masc acc comp sg ἀκοπρώδης producing little excrement neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άκοπρος — η, ο (Α ἄκοπρος, ον) ο ακόπριστος* αρχ. 1. αυτός που δημιουργεί λίγα κόπρανα 2. όποιος πάσχει από δυσκοιλιότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + κόπρος. ΠΑΡ. αρχ. ἀκοπρώδης] … Dictionary of Greek